- παντόμορφος
- παντόμορφοςthe Universemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παντόμορφος — ον, Α 1. πάμμορφος* 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παντόμορφος α) το Σύμπαν β) γλυπτή μορφή ως ακροστόλιο πλοίου, πιθ. ο Πρωτεύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύ μορφος] … Dictionary of Greek
παντόμορφον — παντόμορφος the Universe masc/fem acc sg παντόμορφος the Universe neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντομόρφοις — παντόμορφος the Universe masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντομόρφου — παντόμορφος the Universe masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντομόρφῳ — παντόμορφος the Universe masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek